- αρνησίθεος
- ος , ον 1. неверующий;2. (ο ) атеист; неверующий, безбожник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρνησίθεος — ο (AM ἀρνησίθεος, ον) αυτός που αρνείται την ύπαρξη του θεού … Dictionary of Greek
αρνησίθεος — η, ο αυτός που αρνιέται το θεό: Στενοχωριόταν που ο γιος του είχε γίνει αρνησίθεος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
αρνησιθεΐα — η (AM ἀρνησιθεΐα) [αρνησίθεος] η άρνηση της ύπαρξης του θεού … Dictionary of Greek
γκιαούρ — και γκιαούρης, ο κατά τους Μωαμεθανούς ο μη μουσουλμάνος, και ειδικότερα ο Χριστιανός, δηλ. ο άπιστος, ο αρνησίθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. giaur «άπιστος» < (περσ.) gabr «πυρολάτρης»] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek